LITERATURE ATTACK

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης


Ο Γιώργος Σεφέρης διοχετεύει την πλούσια γνώση και τη βαθιά συγκίνησή του για την Ελλάδα στο ποιητικό του ταλέντο. Στην ποίησή του συνυφαίνει το λυρισμό με τη στοχαστικότητα, την αισθαντικότητα με το σκεπτικισμό, την υπαινικτική γραφή με τη γλωσσική καθαρότητα. Μύθοι και σύμβολα επιμένουν να συνδέουν τους λαβυρίνθους του παρελθόντος με ένα ζοφερό παρόν, που το ατενίζει με μια θλιμμένη ελπίδα. Η ποιητική του πορεία ξεκινά από την έκδοση της πρώτης συλλογής του με τον τίτλο "Στροφή" ( 1931), που αποτελεί στροφή της νεοελληνικής ποίησης προς τα μονοπάτια του μοντερνισμού, και κορυφώνεται με τη διεθνή αναγνώριση που έρχεται με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963).
Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη είναι μια ποίηση απαισιόδοξη, βαρύθυμη, μελαγχολική, χωρίς όμως να απουσιάζουν αισιόδοξες σκέψεις. Ο λόγος του είναι συμβολιστικός και υπαινικτικός. Βασικό θέμα στην ποίησή του  είναι η  ελληνική παράδοση (αρχαία και νεότερη, όχι όμως και βυζαντινή ή χριστιανική) και η συνάντησή της με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Στα ποιήματά του διαφαίνεται η νοσταλγία του Έλληνα εκτός πατρίδας και ο καημός για τη μοίρα του ελληνισμού, μια μοίρα που την καθορίζουν οι μεγάλες δυνάμεις, αλλά και οι εθνικές αστοχίες.
Ο λόγος του Σεφέρη είναι απλός και λιτός χωρίς στόμφο και λεκτικό πληθωρισμό. Ο στίχος του είναι άλλοτε παραδοσιακός κι άλλοτε -πιο συχνά- ελεύθερος. Η γραφή του είναι πολύ συχνα συνειρμική και το ύφος του στοχαστικό, "κουβεντιαστό" και οικείο.  Επηρεάζεται κυρίως από το συμβολισμό και σπάνια από τον υπερρεαλισμό. Η γλώσσα του δημοτική, χωρίς πολυσύνθετα επίθετα, χωρίς ντοπιολαλιά ή ανάμειξη από όλο το μήκος της ιστορικής διαδρομής της. 


Περισσότερες πληροφορίες και όλο το έργο του Γιώργου Σεφέρη εδώ


Ελένη

(από τη συλλογή "Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν", 1955)

 
[ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ]


"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.  5
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί; 10
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα 15
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια; 20
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, 25
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. 30
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια 35
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα 40
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές 45
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. 50
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, 55
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, 60
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε 65
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.



Παιδί
Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;
μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί·
έτσι γνώρισα το κορμί μου.

Όλα Περνούν
Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες
μας πήρε ο ύπνος μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγαν φωνάζοντας
"Γιου! Γιου! Πούουου ... παξ!"
βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν.


Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη

Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά
μα οι δυο καμινάδες που μ' άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ' τα κέδρα, γυρίζουν πάλι
σα βλέπω τα δυο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησιά
που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.

Όλο το Μάρτη τα λαγόνια σου τα ωραία τα ρήμαξαν οι ρεματισμοί και το καλοκαίρι πήγες στην Αιδηψό.
Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα 'λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.
Κάνει ζέστη βαθιά ως τη νύχτα, τ' άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·
φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.

Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι
και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.

Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.
Για θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για να μη μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι των αυτοκινήτων.
Η σκέψη του ξένου κόσμου μας κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ
και φεύγαμε μ' ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες "ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων".

Σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ' έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα.
Τι αξίζει ένας άνθρωπος τι θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία;
Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα
μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία.

Κοκκιναράς, 5 Αυγούστου 1928

Ο ηδονικός Ελπήνωρ

Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ηταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δέν ηταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:

- Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.

- Είναι το φως ... ίσκιοι της νύχτας ...

- Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό. Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς. - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.

- Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους. Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί ... - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.
Καληνύχτα. - ... γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά ... καληνύχτα.

Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
Το ραδιόφωνο
"Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ' απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.

"Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.

"Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού ..."

"Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός ..."

"... πάρε κυκλάμινα ... πευκοβελόνες ...
κρίνα απ' την άμμο ... πευκοβελόνες ...
γυναίκα ..."
"... υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος ..."

ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ.

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη που παρατίθενται στο σχολικό σας βιβλίο και τα ποιήματα που παρατίθενται στην παραπάνω ανάρτηση, ποια θεωρείτε ως τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ποίησής του; Εστιάστε το ενδιαφέρον σας στη θεματική, τη νοηματική αλληλουχία, τη γλώσσα και τη στιχουργία. Θεωρείτε ότι ο Γιώργος Σεφέρης επηρεάστηκε περισσότερο από το συμβολισμό ή από τον υπερρεαλισμό; Γιατί;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου