LITERATURE ATTACK

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος

Το 1937 ο Κωστής Παλαμάς χαιρετίζει το Γιάννη Ρίτσο με τον πασίγνωστο στίχο «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Δεν επρόκειτο για μιαν απλή έξαρση. Θα αποδεικνυόταν ότι ο Παλαμάς απευθυνόταν σε έναν ποιητή πραγματικά κορυφαίο, ο οποίος πεθαίνοντας το 1990 θα άφηνε πίσω του ένα έργο τόσο επιβλητικό που ακόμη και σήμερα μόνο τον θαυμασμό προκαλεί. Το έργο το οποίο μας κληροδότησε ο Γιάννης Ρίτσος μας επιτρέπει να τον θεωρούμε έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ´30 στο χώρο της ποίησης και να τον χαρακτηρίζουμε λυρικό και ερωτικό ποιητή, που προσανατόλισε την ποίησή του στην κοινωνική στράτευση. Ο πολυγραφότατος ποιητής μέσω των στίχων του εξέφρασε τα βιώματα, τα πιστεύω και την αντίστασή του σε γεγονότα που σημάδεψαν τόσο τη ζωή του όσο και την ελληνική πραγματικότητα.


Μετά
Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Mόνος μάρτυρας
ο ίδιος εσύ. Tα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Tώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαι
ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.

Aθήνα, 16.1.1988

(από το Aργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, Kέδρος 1991)


Στοιχεία ταυτότητας

Εικαστικό του Γιάννη Ρίτσου
Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. -
      εξίσου πιθανόν
το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος
      και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου:
λόγια και λόγια, - τι νά 'κανα; Pακοσυλλέκτη με
      είπαν. Kαι τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα-
      πέλα της υπόγειας Kόρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο
 φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα-
      κούλα
του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία
      χρόνια, μού δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι-
      γάρο. Tότε
κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περ-
      νούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τά 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια πού
'χαν μείνει στους λόφους.
Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους
      αντάμειψα πλούσια
με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα
      Mινώα.

(από τη Mονοβασιά, Kέδρος 1982) 



Ειρήνη
 (απόσπασμα)
Χειρόγραφο ποίημα για την εξέγερση του Πολυτεχνείου

 Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
 μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
 κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
 είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
 είναι η ειρήνη.
 'Οταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
 και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
 και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της
 μπουμπούκια η ελπίδα
 κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό  τους και νοιμηθούν δίχως
 παράπονο ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου, 
 είναι η ειρήνη.


 Η Ελένη 
(απόσπασμα)

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι∙
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν να πουν, — ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ' το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ' τα δέντρα, — ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού — μα το σπίτι αντιστέκεται μ' όλες τις γωνιές του
και μαζί του κ' εγώ, παρ' ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ' τούς νεκρούς μου κι απ' τον ίδιο τον εαυτό μου κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα∙ — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ' αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ' έναν επάνω βυθό∙ από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες  βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ' ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ' τη φωτογραφία τής Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό∙ βλέπω το ξεσκονόπανο ν' αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.

Βλέπω κ' εσένα μ' ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ' τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κ' εντοπίζεται σ' έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω εδώ,
λίγο πιο κάτω απ' το λαρύγγι μου. Και να με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα - ένα κατανεύοντας∙ — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να 'χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κ' ή ουρά του κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν' αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε - πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.

Λίγο - λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων —
απ' έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.


Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μιά τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ' τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν' ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ' ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.
[...]


(Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση 1972)


Ένα αφιέρωμα στον ποιητή από την εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου