Η συνείδηση σε νεκρική ακαμψία
Ποιείν [ηλεκτρονικό περιοδικό], 10/9/2017
Ο
στοχαστικός λυρισμός της αφηγηματικής
φωνής, χαρακτηριστικός στα βιβλία του
Κυριάκου Δημητρίου, στη νουβέλα “Το
Κώμα” γίνεται τραγικός, σπαρακτικός.
Το
κώμα είναι ο ολοκληρωτικός εγκλωβισμός
του ανθρώπου σε μια ιδεολογία, η παγίδευση
σε μια σκέψη, η
περιχαράκωση σε ερεβώδεις εμμονές, η
παράδοση σε ζοφερές δυνάμεις. Η
αφηγηματική φωνή διερευνά τη δύναμη
του καλού και του κακού, του φωτός και
της σκιάς, του αγγελικού και του
δαιμονικού. Πώς υφαίνεται το ένα στοιχείο
εντός του άλλου σε έναν αλλόκοτο ιστό;
Πώς
οιστρηλατούν τον άνθρωπο; Γιατί τυλίγεται
στον ιστό τους; Τι πιθανότητες απεγκλωβισμού
έχει;
Η εισαγωγική ενότητα δίνει το στίγμα
ολόκληρης της νουβέλας. Εκτυλίσσεται
στο μυαλό του αφηγητή που βρίσκεται σε
κωματώδη νεκρική ακαμψία, για τον οποίο
οι γιατροί θεωρούν την ευθανασία ως την
ενδεδειγμένη λύση.
“Μάης του 1942. Είμαι ο Λέναρντ Μάισνερ,
με αριθμό ταυτότητας Τ4121055, ετών τριάντα
εννέα. Νοσηλεύομαι στην Πανεπιστημιακή
Κλινική του Μονάχου. Βρισκόμουν στο
εργαστήριό μου, όταν ξαφνικά έχασα τις
αισθήσεις μου. [...] Είμαι νεκρός, ζωντανός,
δεν ξέρω... Εικάζω -μονάχα αυτό είμαι σε
θέση να κάνω- πως είμαι ζωντανός. Γιατί
πιστεύω πως άμα πεθάνει κάποιος, χάνονται
κι οι αισθήσεις του. Το σώμα είναι ο
φορέας της μνήμης -από πού να πιαστεί η
μνήμη για να μην γκρεμοτσακιστεί στο
χάος; Αυτό υπαγορεύει η ψυχρή επιστημονική
λογική. [...] Αδυνατώ ν’ ανοίξω τα μάτια
μου, ν’ ανοίξω το στόμα μου και να φωνάξω
«δεν είμαι κλινικά νεκρός», να μην
εμμένουν σ’ αυτήν την τραγική πλάνη,
την ανυπόστατη υπόθεση -είμαι σε μια
απόλυτα τρομακτική κατάσταση, βρίσκομαι
σε κώμα. Ωστόσο, παραδόξως, η συνείδησή
μου αφυπνίζεται κατά διαστήματα και
κάποιες από τις αισθήσεις μου επικοινωνούν
με το αόρατο, αναζητούν διέξοδο απ’
αυτή τη φυλακή, ξετρυπώνουν από τον
μανδύα του σκοταδιού κι ανασκιρτούν
στις ρωγμές του χρόνου σαν πυγολαμπίδες.[...]
Όμως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, φοβάμαι
πολύ, δηλαδή φοβάμαι κάτι χειρότερο από
τον ίδιο τον θάνατο. Αν οι νεκροί είναι
καταδικασμένοι να ζουν παντοτινά τον
θάνατό τους; Αν (τι ανείπωτη φρίκη!) [...]
παραμένουν -νεκροζώντανοι- δεσμώτες
στο αποσκελετωμένο πτώμα, με το μυαλό,
την ψυχή και τη μνήμη σε συνεχή
επαγρύπνηση;” (σελ. 9-11).
Στις τριάντα τρεις ενότητες που
ακολουθούν, όσες και οι μέρες που ο
Λέναρντ είναι σε κώμα, η αφήγηση ξετυλίγει
στιγμές και εικόνες από τη ζωή του
αφηγητή, στιγμές έντονες που έχουν
σφηνωθεί στο μυαλό του και ρουφάνε
ανελέητα κάθε ικμάδα του. Σε μια
ενδοσκοπική σπονδυλωτή αφήγηση, η
αφηγηματική φωνή καταδύεται στο χρόνο
με ακαθόριστη τροχιά. Ο Λέναρντ αρνείται
να απαγκιστρωθεί από τις αναμνήσεις
του, που παραμένουν ζωντανές και διαυγείς.
Στροβιλίζεται σε έναν χρόνο που, παρά
τις συγκεκριμένες χρονολογίες και τους
σαφώς προσδιορισμένους χρονικούς
δείκτες, παραμένει ρευστός, έναν χρόνο
που είναι ταυτόχρονα μια στιγμή και μια
ζωή, έναν χρόνο που διατείνεται και
ταυτόχρονα συρρικνώνεται. Η μνήμη
πισωγυρίζει από το τραγικό παρόν σε ένα
αινιγματικό, τρικυμιώδες παρελθόν και
κάνει προβολές σε ένα εφιαλτικό μέλλον
συνθέτοντας το ψηφιδωτό των εμπειριών
και των σκέψεων που σμίλεψαν τον Λέναρντ
και σημάδεψαν την αλλοτριωμένη του
ύπαρξη.
Έγκλειστα σε ένα σώμα που δεν ανταποκρίνεται
σε εξωτερικά ερεθίσματα, τα τρικιμιώδη
συναισθήματα του αφηγητή είναι αυτά
που στιγματίζουν την αφήγηση. Η γραφίδα
υφαίνει το συναίσθημα και τα γεγονότα
το πλαισιώνουν αφηγηματικά. Μια
αφηγηματική φωνή με συναίσθημα σε κώμα.
Ο Λέναρντ κρυώνει, οσμίζεται, καίγεται,
διψά, θυμώνει, δειλιάζει, εμμένει,
παραληρεί, φοβάται -σε κώμα.
“Νεκρική ακαμψία, rigor mortis. Οι ιστοί
χάνουν την πλαστικότητά τους, αδειάζουν
από τα ένζυμα, το αίμα ξινίζει και
καταβροχθίζει τους μυς. [...] Ωστόσο είναι
παράξενο που ο καρδιακός μυς δουλεύει
– μάλιστα... ναι, βέβαια... ξαφνικά
αυξήθηκαν και οι παλμοί.” (σελ. 32).
Δουλεύει η καρδιά και το μυαλό, τα δύο
ουσιώδη συστατικά της ανθρώπινης
ύπαρξης. Οι γιατροί είπαν πως έχει
εγκεφαλική βλάβη. Η καρδιά χτυπά, ζωντανή
και νεκρή συνάμα. Κι αυτό το λυρικό
ξέσπασμα; Αυτή η έκρηξη συναισθημάτων;
Πού οφείλεται; Στη βλάβη του εγκεφάλου;
Στη νεκροζώντανη καρδιά; Ο αφηγητής ζει
εγκλωβισμένος στο μεταίχμιο ζωής και
θανάτου, νεκρός ανάμεσα στους ζωντανούς
-ή το αντίστροφο;- σε ένα ιδιότυπο
καθαρτήριο, όπου νους και καρδιά
περιμένουν την κάθαρση -καθαίρονται
όμως;
“Θεέ μου, είμαι φυλακισμένος σ’ ένα
τσακισμένο κρανίο, έγκλειστος σ’ ένα
κατεσταλμένο σώμα, βαλσαμωμένος. Θέλω
να βγω έξω, ανοίξτε - πνίγομαι, ασφυκτιώ
σ’ ένα αφυδατωμένο κουκούλι [...]. Είμαι
σε κώμα, αλλά νιώθω τους δακτύλιους της
σκοτοδίνης να περιστρέφονται γύρω από
το σώμα μου, σαν τους δορυφόρους της
ψυχής μου.” (σελ. 85).
Η αίσθηση του εγκλεισμού αναδύεται μέσα
από κάθε ανάμνηση, ευχάριστη ή δυσάρεστη
-ή και τα δυο μαζί-, και μοιάζει αναπόδραστη,
πεπρωμένη. Ο αφηγητής την φοβάται αλλά
συγχρόνως την αποζητά, νιώθει μέσα της
ένα είδος παράξενης ασφάλειας. Ο
εγκλεισμός είναι γι αυτόν ένα ζοφερό
καταφύγιο.
“Ονειρευόμουν να δω τον Θεό, να
σκαρφαλώσω στα άσπρα μυτερά δόντια των
βράχων· μα αν δεν τα κατάφερνα να
αναρριχηθώ ίσαμε κει πάνω, ήθελα να
φτάσω στους αγγέλους. [...] Σε λίγο έπεσε
η φεγγαρόφωτη νύχτα, βαριά σαν κιτρινόμαυρο
πέπλο, ακίνητη σαν την αταξίδευτη σιωπή
του δάσους. Κρυώνω, το αίμα παγώνει στις
γαλάζιες μου φλέβες. Μαζεύομαι σε μια
βαθιά γούβα σκαμμένη από τους αιώνες
σ’ έναν γρανιτένιο βράχο, αφουγκράζομαι
τους αρυτίδωτους αιώνες – πέφτει χιόνι
πάνω μου, η χρυσόσκονη της σελήνης, και
γίνομαι πέτρα λαξεμένη. [...] Η γούβα είναι
το κουκούλι λυκίσιας ανασαιμιάς, κι εγώ
κουλουριάζομαι στα τοιχώματα της φωλιάς,
σαν το μεταξοσκώληκα. Ο λύκος στέκεται
στο βράχο κι οσφραίνεται τη θαυμαστή
μυρωδιά του κόσμου, τεντώνει τα πισινά
του πόδια, αλυχτά και σείεται η νύχτα –
μέσα στα μάτια του καρφώνεται εκστατικό
το ασημένιο φεγγάρι. Αυτός είναι ο Θεός,
λέω. Κι εγώ θα γίνω χρυσαλλίδα. Αυτή
είναι η βούλησή Του.” (σελ. 12-13).
Οι αναμνήσεις του εγκλωβισμού
ανάμεσα στο αγγελικό και το δαιμονικό
είναι ανατριχιαστικές και μαζί
λυτρωτικές. Μέσα σε απόκοσμα φυσικά
τοπία αναμετριέται με τον εαυτό του,
τις επιθυμίες του, τα όνειρά του. Η φύση,
άγρια και γοητευτική, και τα ανθρώπινα
ίχνη πάνω της, σε μια ενστικτώδη
απεγνωσμένη προσπάθεια ενσωμάτωσης
και επιβίωσης, τον απειλούν και συγχρόνως
τον προστατεύουν, ενσταλάζοντας
μιθριδατικά στο νου και την ψυχή του
ένα ηδύποτο δηλητήριο που τον πλάθει
και τον μεταλλάσσει.
“Ο πατέρας μου, ο Έρνεστ Μάισνερ, ήταν
ένας καλοκάγαθος γιατρός. Ζούσαμε στην
πολίχνη Μάρμπουργκ σε μια κεντρική
τοποθεσία στις παρυφές της παλιάς πόλης.
[...] Το σπίτι βογκούσε από την υγρασία,
τη μούχλα, μα πιο πολύ από τους ίσκιους
των πεθαμένων, που πιάνονταν χέρι-χέρι
και αγκάλιαζαν τους τοίχους [...]. Δεν
έλεγαν να το πάρουν απόφαση και να
ξεμακρύνουν προς το κοιμητήριο. Μπορεί
και να μην ήξεραν πως είχαν πεθάνει,
μπορεί και να μην ήθελαν να το ξέρουν.
Κουρνιάζω κάτω από το βαρύ έπιπλο του
γραφείου, το σεκρετέρ στο μικρό χολ·
ανασαίνει ακόμα το πορώδες τριανταφυλλένιο
ξύλο, κι εγώ οσμίζομαι τα άλικα ρόδα που
υποκλίνονται σεμνά στον ήλιο κι
αγαλλιάζουν προτού μαραθούν – δεν θέλω
ν’ αφήσω τη γούβα μου, νιώθω ασφαλής
στο κουκούλι του λύκου. Είμαι εύθραυστος,
μικρόσωμος ακόμα, χωράω σαν την ταπεινή
αράχνη σε μια σκονισμένη γωνίτσα. [...]
Πλάκωσε θανατικό στη μικρή μας πόλη.
Ένας αδιευκρίνιστος ιός, «αγνώστου
ταυτότητος» [...]. Οι εργάτες πλένονταν
με ζεματισμένο νερό [...] για να εκδιώξουν
τον δαίμονα· μα αυτός, ανένδοτος, πιο
πολύ ηδονιζόταν από τις αναθυμιάσεις
και τους σιχαινόταν που αντιστέκονταν
στη δύναμή του. Άνοιγε στο σώμα τους
μεγάλες πληγές, σαν φουσκάλες που έσπαγαν
και γίνονταν χοάνες [...], κι ύστερα
καταβρόχθιζε τους μυώνες, το στομάχι
και τελευταία άφηνε την καρδιά τους,
ύστερο λάφυρο. [...] Θυμάμαι την κρυψώνα
μου, το ξυλόγλυπτο σεκρετέρ, εκεί που
έφτιαξα τον ιστό μου. Δεν μυρίζει πια
ρόδα και νοτισμένο χώμα. Μυρίζει μέντα
και πικραμύγδαλο.” (σελ. 14-17).
Οι αναμνήσεις του Λέναρντ τον ταξιδεύουν
στον Αύγουστο των παιδικών του χρόνων,
όταν έπαιζε κρυφτό με τους φίλους του,
την Αλέζε και τον Γιόχαν, στα λιβάδια
με τις κριθαρένιες θημωνιές. Τα παιδιά
συνθλίβουν τα ανυποψίαστα σκουλήκια
που πασχίζουν να ζήσουν κάτω από τις
πέτρες –η Αλέζε τα σιχαίνεται. Ο Λέναρντ
κρύβεται σε μια θημωνιά. Εκεί τον
περιμένει μια αναπάντεχη συνάντηση που
σημαδεύει το είναι του...
“Βαθιά, κάτω από τις χορταριασμένες
πέτρες, λαχταρούν τα δαμασκηνιά γλοιώδη
σκουλήκια. Ανασηκώνουμε τις πέτρες
[...] τα πατάμε με τα ξυλοπάπουτσα μέχρι
να τα συνθλίψουμε, γίνονται μια άμορφη
μάζα ζελέ σαν μαυροπράσινη χολή. «Αλέζε,
γιατί το έκανες αυτό;» «Δεν ξέρω», απαντά
γκρινιάρικα η Αλέζε. «Έτσι, σιχαίνομαι
τα σκουλήκια». [...] Παραμερίζω δυο-τρία
δεμάτια κριθαριού, ανοίγω μια τρύπα,
στρογγυλοκάθομαι στο χώμα και σφραγίζω
την είσοδο. [...] Η κρυψώνα μου είναι
αφόρητα μικρή. Εκείνη τη στιγμή το αίμα
μου παγώνει στο κρανίο, η καρδιά μου
καλπάζει στον στενό μου θώρακα. Πώς
βρέθηκα στη φωλιά του φιδιού; Ένα μαύρο
φίδι, κατράμι, με αραιές, δυσδιάκριτες
πράσινες κηλίδες, κλωθογυρίζει στις
δεματιές και κουλουριάζεται στα πόδια
μου σαν καραβόσκοινο. Αερίζει επανειλημμένα
τη διχαλωτή φαρμακερή του γλώσσα,
ανασηκώνεται στην ουρά του, με θωρεί
στα μάτια, θέλει να μου μιλήσει, θέλει
να μιλήσουμε. Καταλύει στα πόδια μου κι
αποκοιμιέται ρουθουνίζοντας, αποχαυνωμένο
από τον καύσωνα της ημέρας. Το σκοτάδι
πέφτει βαθύ, ο Γιόχαν και η Αλέζε θα
έχουν επιστρέψει στην πόλη. Εγώ είμαι
στην κοιλιά του κριθαρένιου πύργου μ’
ένα μεγάλο φίδι αγκαλιά. Φιδόμορφος,
μισό φίδι, μισό παιδί, φρόνιμος ως όφις,
υμνωδός περιούσιος της γνώσης του καλού
και του κακού. Κι αλήθεια, αλήθεια, δεν
ονειρεύομαι.” (σελ. 30-32).
Η καλοκάγαθη φιγούρα του πατέρα είναι
συνυφασμένη με τον γενέθλιο τόπο. Η
αυγουστιάτικη πανσέληνος βρίσκει τον
πατέρα να κρατά σφιχτά τον Λέναρντ από
το χέρι σε έναν νυχτερινό περίπατο στο
δάσος. Οι θρύλοι για μάγισσες και οι
διηγήσεις του εφημέριου για τους
λυκανθρώπους στήνουν παγίδες στο μυαλό
του μικρού παιδιού, που κρυώνει και
φοβάται.
“«Πατέρα, γιατί λαμπυρίζουν τα μάτια
σου σαν δυο σταγόνες φωτιάς; Πες μου».”
(σελ. 58).
Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα
άφησε στην ψυχή του Λέναρντ μια ασφυκτική
αίσθηση αδυναμίας μπροστά στον αιώνιο
φόβο του θανάτου, μια πνιγηρή αίσθηση
παγίδευσης στην απατηλή ενέδρα της
ελπίδας. Ανακαλεί την επιθυμία του
πατέρα να ταφεί σε ανοιχτό φέρετρο και
τη λαχτάρα του να ενωθεί ολοκληρωτικά
με τη φύση, να θάψει μέσα σ’ αυτήν τις
αρετές και τις αμαρτίες του, να περάσει
στην ανυπαρξία.
“Ο πατέρας δεν θα ήθελε να σφραγιστεί
το φέρετρο, το είχε εκμυστηρευτεί στη
μάνα μου. [...] «Ο άνθρωπος υποφέρει»,
έλεγε, «διότι έχει σώμα, χωρίς αυτό δεν
υπάρχει όλεθρος που να τον φοβάται,
καμία δυστυχία που να ταλανίζει την
ψυχή του... »” (σελ.
68-69).
Η μητέρα, τρυφερή ανάμνηση. Η μήτρα που
τον έφερε στο φως από το ζόφο της
ανυπαρξίας. Ο ομφάλιος λώρος που τον
συνδέει με τη ζωή πριν την ύπαρξη. Η
μυρωδιά της θα είναι για πάντα μέσα του,
και μετά την ύπαρξη.
“Γαλάζιο φως. Ένα κομμάτι ουρανού
χίμηξε στα μάτια μου σαν λυσσασμένη
αγριόγατα, οι μεμβράνες του νερού
υποχωρούν, η κρούστα σπάει, εννέα μήνες
στην ενδομήτρια λίμνη. Τα λέπια ραγίζουν,
στάζουν το πηχτό αίμα της πολύπαθης
μήτρας που σπαράζει από πόνο.” (σελ.
24).
Η μητέρα είναι στο προσκέφαλο του
Λέναρντ. Εκείνη πρέπει να δώσει την
τελική συγκατάθεση για το πέρασμά του
στην ανυπαρξία. Η μάνα υποφέρει, πρέπει
να πιστέψει και η ίδια πως δεν υπάρχει
άλλη λύση, να εμπιστευτεί τους γιατρούς.
Εκείνη πρέπει να του εξομολογηθεί και
το ανομολόγητο μυστικό του πατέρα. Ο
αγαθός, ο καλοσυνάτος Έρνεστ, αυτός που
έσωσε πολλούς ανθρώπους από το θάνατο,
όταν ήταν ακόμα παιδί είχε κάνει ένα
τρομερό έγκλημα, έσπρωξε την αδελφή του
στο πηγάδι χωρίς να ξέρει γιατί, χωρίς
ποτέ να καταλάβει γιατί...
“«Λέναρντ, παιδί μου, οι γιατροί σε
θεωρούν κλινικά νεκρό. [...] Με διαβεβαίωσαν
πως ο εγκέφαλός σου έχει υποστεί βλάβη,
μη αναστρέψιμη [...]. Αν αφαιρέσουμε τον
αναπνευστήρα, θα σταματήσει να χτυπά η
καρδιά σου, η μόνη ζωντανή μα και νεκρή
συνάμα. [...] Είμαι στο πλάι σου, Λέναρντ,
στο προσκέφαλό σου. [...] Ξεπετάχτηκες
από τα σπλάχνα μου, πυγολαμπίδα μες στο
σκοτάδι, τρυφερός μίσχος του κρίνου
[...]. Θυμάσαι τον πατέρα σου, Λέναρντ;
Κάποτε, πριν παντρευτούμε, μου
εκμυστηρεύτηκε κάτι, τον βασάνιζε
ολάκερη τη ζωή του [...]»” (σελ. 89-90).
Ο Λέναρντ ανακαλεί τον έρωτα ενσαρκωμένο
στο πρόσωπο της τρυφερής και ευαίσθητης
συμφοιτήτριας Άννας
Ρόσενμπεργκ. Αισθάνεται να λούζει το
κεφάλι του ο καταρράκτης των ανθισμένων
μαλλιών της και τη νιώθει να γέρνει
στους ώμους του και να κρύβεται στην
αγκαλιά του. Η τρυφερή καρδιά της Άννας
ζητά ακόμα απαντήσεις σε τρομακτικά
ερωτήματα για ανελέητα βασανιστήρια
του παρελθόντος που στοίχειωσαν το
χρόνο, για ακρωτηριασμένες ψυχές, για
τον όχλο που ζητούσε εξιλαστήρια θύματα,
για τους φεουδάρχες, τους κληρικούς και
τα δημοτικά συμβούλια που ενέδιδαν στη
δεισιδαιμονία του. Για τους Εβραίους
που θεωρήθηκαν υπαίτιοι για την επιδημία
του 1349 και τους έκαιγαν ζωντανούς και
αλυσόδετους, τσακίζοντας τα γόνατά τους
με σιδερένια ρόπαλα για να μην μπορούν
να περπατήσουν αν ποτέ γίνονταν
φαντάσματα.
“«Οσφραίνομαι τη
μυρωδιά της σαπίλας, Λέναρντ... Αυτά τα
φρικιαστικά βασανιστήρια είναι
δημιούργημα του ανθρώπου – ενός νοσηρού
μυαλού, μιας διεστραμμένης φαντασίας;
Κρεμάλες, δακτυλοσφίκτες, αποκολλητές
οργάνων, τα παλούκια, η πυρά, η Σιδηρά
Κυρία [...]. Γιατί είναι τόσο σκληροί οι
άνθρωποι, Λέναρντ; Δεν μας έκανε όλους
ένας Θεός; Γιατί φυτρώνουν αγριολούλουδα
στις κοιλάδες και στα λαγκάδια της
μεσαιωνικής πόλης; Γιατί φυτρώνει τόσο
μίσος στην καρδιά του ανθρώπου; Πού
βρίσκει το σαπρόχωμα και βλασταίνει;»”
(σελ. 27).
Η Άννα δεν έμαθε ποτέ για τα διεστραμμένα
πειράματα του Λέναρντ, άκουσε όμως μαζί
του στο αμφιθέατρο της Ιατρικής Σχολής
της Χαϊδελβέργης, χωρίς να υποψιάζεται
την τραγική ειρωνεία, μια διάλεξη για
την ευθανασία. Είναι η ευθανασία κοινωνική
ή ατομική υπόθεση; Προνόμιο του κράτους
ή φυσικό δικαίωμα; Η Άννα όμως ψυχανεμίζεται
το ζοφερό μέλλον. Ο έρωτας είναι
συνυφασμένος με το θάνατο. Κι ο θάνατος
στην οικογένεια που ο Λέναρντ δεν μπόρεσε
ποτέ να χαρεί υφαίνει ένα ανάλγητο πέπλο
που επιμένει να απλωθεί παντού, στα
παιδιά όλων των μανάδων, στις μήτρες
όλων των γυναικών.
“«Λέναρντ, φοβάμαι, η καρδιά μου
τρέμει, όπως το φθινοπωρινό φύλλο στον
άνεμο. [...] Ξαφνικά μια σκοτεινή ύλη
εισβάλλει στο δωμάτιο απρόσκλητη, οι
τοίχοι συμπιέζονται όπως το τσιγαρόκουτο
και με πλησιάζουν απειλητικά, τα παράθυρα
στενεύουν, μορφάζουν, συρρικνώνονται
και γίνονται στενόμακρες φωλιές
αγριοπερίστερων. [...] Μ’ έχουν θάψει
ζωντανή, Λέναρντ. Κάποια στιγμή θα με
παραχώσουν ζωντανή, το νιώθω, το εισπνέω
[...]». Κοιμήσου, Άννα, ένας εφιάλτης είναι,
μη σκιάζεσαι, χαράζει· τα περιστέρια
γουργουρίζουν στη φυτρωμένη στέγη με
τα κεραμίδια και τα κυκλάμινα.” (σελ.
63-64).
Ο Λέναρντ θυμάται τη βλοσυρή δασκάλα
που επιστρατεύει τη θρησκεία για να
επιβάλλει την τιμωρία ως ιερή υποχρέωση
του εκπαιδευτή, ως μια μορφή φιλανθρωπίας
προς τον εκπαιδευόμενο. Τα ατίθασα
πλάσματα πρέπει να τιμωρηθούν, να
τιθασευτούν. Υπακοή και πειθαρχία. Το
παιδί, ταπεινωμένο, εκπαιδεύεται.
Αργότερα, θα εκπαιδεύσει άλλα “ατίθασα”
πλάσματα, βασανίζοντάς τα για το καλό
της ανθρωπότητας.
“«Ω Λέναρντ, τι θα κάνω μαζί σου, παιδί
μου; Πλησίασε στην έδρα... Οι Άγιοι Πατέρες
λένε πως δεν πρέπει να φοβάσαι την
τιμωρία καθ’ εαυτήν, να φοβάσαι μόνο
άμα σου αξίζει να τιμωρηθείς – αυτή
είναι η κόλαση της ψυχής». [...] Με
αγριοθωρεί, ανεβοκατεβάζει το λουρί με
σχολαστική, συμμετρική μανία, τα πράσινα
μάτια της γυαλίζουν, μάτια λυσσασμένης
αλεπούς, η μύτη της κοκκινίζει σαν τις
φλέβες της παπαρούνας. Νιώθω κρύο και
μοναξιά. Κρύβομαι στο σπιτάκι του
κηπουρού, μυρίζει σάπια μανιτάρια και
χωνεμένη κοπριά. Ψιλοβρέχει.” (σελ.
65-67).
Η μνήμη τρέχει σε περιπάτους στο αγαπημένο
δάσος των παιδικών χρόνων και συναντά
έναν ρακένδυτο καλόγερο
που του μιλά για την αέναη πάλη του Θεού
με τον Διάβολο, των αγγέλων με τους
δαίμονες, του καλού με το κακό. Τι
είναι τώρα πια ο Λέναρντ; Τι είναι τώρα
πια ο Λέναρντ σε κώμα; Ένα αγγελικό
πνεύμα που συνυπάρχει με μια δαιμονική
ψυχή; Το αντίστροφο; Και τα δύο;
“«Να δεις τον δαίμονα κάτω από κάθε
ανθρώπινο προσωπείο είναι το χρέος σου.
[...] Μόνο που το εγχείρημα είναι δυσχερές·
κάτω από τη σταχτιά μεμβράνη του δαίμονα
θα βρεις έναν άλλο κερασφόρο δαίμονα
να σε περιγελά, και κάτω απ’ αυτόν έναν
άλλο. Δεν έχουν τελειωμό οι δαίμονες,
πολλοί συγκατοικούν σ’ ένα σώμα, άσχημο
ή καλλίμορφο δεν έχει σημασία – καθένας
αντιπρόσωπος μιας θανατερής ανικανοποίητης
αμαρτίας».” (σελ. 73).
Από τις αναμνήσεις αναδύεται η μυρωδιά
του θανάτου. Φύση, ζώα, άνθρωποι σε μια
αέναη αλληλοεξόντωση. Πόλεμος,
βασανιστήρια, κυνήγι. Ζώα κατασπαράζουν
ζώα. Άνθρωποι ξεσκίζουν ανθρώπους. Η
γιαγιά Αϊρήν περιμένει τον παππού, που
όμως δε θα γυρίσει ποτέ.
“«Γιαγιά», σκέφτομαι, «ο παππούς είναι
θαμμένος στις τάφρους των χαρακωμάτων,
στο Βερντέν, μαζί με χιλιάδες άλλα
λείψανα. [...] Τους παράχωσαν στα χαρακώματα
με κόκκινη λάσπη και σκουριασμένες
λαμαρίνες· άλλους νεκρούς, άλλους να
σφαδάζουν και να ψυχορραγούν και να
ρουφούν το αίμα τους, για να χορτάσουν
την πείνα τους, άλλους νεκροζώντανους,
κομματιασμένους, με κομμένα τα πόδια
και τα χέρια – μες στην ανάγλυφη οχλοβοή
της κόλασης.». [...] «Οι λύκοι», μας λέει
η γιαγιά, «έβγαλαν τρύπες στους αγκαθωτούς
φράχτες του κήπου με τα δικράνια τους,
τα κοφτερά τους δόντια· τα βράδια
ξεκοιλιάζουν τις κατσίκες και τις
αφαιμάζουν από τη χοντρή φλέβα του
λαιμού. Κι οι αλεπούδες είναι λυσσασμένες,
Έρνεστ, έσκαψαν γαλαρίες και ξεπετάγονται
στην αυλή κατά τα μεσάνυχτα, σπιθοβολούν
οργισμένα τα μάτια τους, ξεσκίζουν τις
όρνιθες και τα κουνέλια, αληθινές
Μαινάδες». [...] «Έρνεστ, παιδί μου, άραγε
τα ζώα έχουν ψυχή;»” (σελ. 75-76).
Στην πλατεία της πόλης φεγγοβολά ένα
οβάλ παλάτι. Το πλανόδιο τσίρκο έφτασε
επιτέλους στο Μάρμπουργκ. Ο κόσμος
μαζεύεται, στριμώχνεται για τις μπροστινές
θέσεις. Το μυαλό των
παιδιών καίγεται από περιέργεια.
Παραμονεύουν κρυμμένα στην πίσω αυλή.
Τρυπώνουν λαθραία στην αίθουσα με τα
μαγικά θεάματα, με τα εξαθλιωμένα ζώα
και τους θλιβερούς διασκεδαστές.
“Τα λιοντάρια και ο ελέφαντας είναι
κλειδωμένα σε στενά σκουριασμένα κελιά,
πίσω από το παλάτι - τα πόδια τους είναι
δεμένα με χοντρή αλυσίδα. Στο διπλανό
κλουβί μία αρκούδα και δύο πίθηκοι
αλληλοκοιτάζονται, λες και συνομιλούν,
συνωμοτούν, μέσα στη λίγδα, στα ράκη και
στα περιττώματά τους. Τουρτουρίζουν
από το κρύο, τα δόντια τους κροταλίζουν.
Η πιθηκίνα πλαγιάζει στα παλιόρουχα
και κλαίει γιατί τη βασανίζουν και δεν
την αφήνουν να πεθάνει. Θέλει να
τραγουδήσει τον πόνο της, μα δεν μπορεί,
την κοιλιά της σκίζει στα δύο η πείνα.
[...] Μέσα μου, βαθιά μέσα μου, ευφραίνομαι
που αυτό το τσίρκο είναι καταδικασμένο
να περιπλανιέται όπως ένας μυστικός
θίασος, σαν γερασμένο φάντασμα, φυλακισμένο
στοιχειό, από πόλη σε πόλη.” (σελ.
80-81).
Ο γενέθλιος τόπος είναι ριζωμένος στην
καρδιά. Το φεγγάρι και τα κυπαρίσσια
των παιδικών χρόνων αδράχνουν την
αθωότητα, να μην εξανεμιστεί, να μην
αποστραγγιστεί. Δε θέλει να αποχωριστεί
την ομορφιά του τόπου, τα ψήγματα
αντίστασης που είχε ενσταλάξει μέσα
του το φυσικό τοπίο και τα παιδικά
βιώματα. Το μέτωπο της μάνας στον ώμο
του Λέναρντ, το φιλί στα μάτια, το
τελευταίο βλέμμα του αποχαιρετισμού.
Η αφή λαχταρά την ανθρώπινη ζεστασιά.
Μια φοβισμένη καρδιά που αποζητά ακόμη
το χάδι της μάνας ταξιδεύει για το
άγνωστο. Ο νέος επιστήμονας φοβάται.
Τον εαυτό του; Την εκπαίδευση; Πρέπει
όμως να φύγει, κι ας μην είναι βέβαιος.
Είναι άντρας πια. Οφείλει να εκτελέσει
το καθήκον προς την πατρίδα, προς το
κοινό καλό. Όχι λιποψυχίες και
συναισθηματισμοί.
“Το ζεστό σου χέρι είναι που χάιδεψε
τόσο απαλά τα μαλλιά μου, μητέρα; Εσύ
μου έσφιξες το χέρι; Χάιδεψέ μου και
την καρδιά, ας ταξιδέψουμε μαζί σήμερα
κάτω από το φεγγάρι, στα έρημα μονοπάτια
με τα μαύρα κυπαρίσσια – μη μ’ αφήσεις
μονάχο αυτή τη φορά. Φοβάμαι. Αλλά όχι...
πρέπει να φύγω, είμαι άντρας πια,
ολοκληρωμένος επιστήμονας, το σημείωμα
κατάταξης ορίζει πως πρέπει να φτάσω
στη Δρέσδη αύριο το απόγευμα, ώρα 16.00.”
(σελ. 20).
Ο γιατρός Λέναρντ Μάισνερ ταξιδεύει
στη Δρέσδη για εκπαίδευση. Εκεί θα
εκπαιδευτεί να πιστεύει ότι ο πόλεμος
είναι η κανονικότητα στην ιστορική
πορεία, όχι η ειρήνη, αυτός καθορίζει
την ανθρώπινη ιστορία. Θρησκεία είναι
το έθνος, ελευθερία η υπακοή στη βούληση
του έθνους, σωτηρία ο θάνατος.
“Ολονύχτιο ταξίδι για τη Δρέσδη –
δεν έχει, μας είπανε ενδιάμεσο σταθμό.
Ένας θολός, θρυμματισμένος εφιάλτης
εφορμά στη μελαγχολία μου. Δυσωδία,
πικρό σκοτάδι, στυφή μπόχα γαζωμένων
πληγών· οι ράγες του τρένου συρίζουν
δαιμονισμένα στην πορεία τους για την
Κόλαση, κι εγώ λες και βυθίζομαι σε
κινούμενη λερή άμμο. [...] Σε πολλά καθίσματα
οι επιβάτες είναι διπλοί, δύο άνθρωποι
σ’ ένα σώμα, ένας άνθρωπος με δύο σώματα;
Δεν ξέρω, δεν καλοβλέπω. Πόσες κοκαλωμένες
ψυχές να καταμετρήσω; Μία ή δύο; Δεν
ξέρω, δεν καλοβλέπω.” (σελ. 39-41).
Αίθουσα συνεδριάσεων στο Νταχάου. Η
φωνή του Λέναρντ ακούγεται στεντόρεια
να διακηρύττει τα οράματά του, τη νέα
του αλήθεια, το χρέος απέναντι στην
ανθρωπότητα, τη δημιουργία του
υπερανθρώπου.
“«Να τιθασεύσουμε την αληθινή μας
βούληση είναι η αποστολή μας, να λυτρώσουμε
τον αληθινό άνθρωπο μέσα μας, τον
μεγαλοφυή, τον μεγαλόψυχο, τον φιλόθεο.
[...] Να σαρώσουμε το κατακάθι της παλιάς,
σαθρής σκόνης, να αξιώσουμε τη θέση μας
στον κόσμο, να αναδείξουμε την υπέρτατη
δύναμη της φυλής και της γνώσης, που δεν
έχει φραγμούς, δεν έχει περιορισμούς.
Να υπερβούμε το μαρτύριο της αμφιβολίας
που θέτουν η άκαμπτη νόηση, η αυτάρεσκη
νοημοσύνη, η ανακολουθία της σκέψης, η
κατακερματισμένη συνείδηση, η τυραννία
της τυραννίας του ορθοτομημένου λόγου.
[...] Να υποτάξουμε το κακό, να εξολοθρεύσουμε
τον αδύνατο λεχρίτη, τον δολοπλόκο, τον
πανούργο, τον ευτελή, τον υπάνθρωπο –
αυτή είναι η πρωταρχική συνθήκη της
ανθρωπότητας, αιώνια, όμορφη κι ευγενής
συνθήκη. Η βία είναι αναπότρεπτη, μα δεν
τελειώνει στο χάος, δημιουργεί νέους
κόσμους, σχηματίζει τη μεγαλειώδη
αφετηρία μιας νέας ιστορίας του
ανθρώπου.[...]»” (σελ. 77-79).
Το ταξίδι στη μνήμη του παρελθόντος
έχει τελευταίο σταθμό τη στιγμή που ο
Λέναρντ έχασε τις αισθήσεις του. Βρισκόταν
επί το έργον στο Νταχάου κάνοντας
πειράματα πάνω σε θλιβερά πειραματόζωα,
ανθρώπους που τους είχαν σταδιακά φτάσει
σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης. Ο
Λέναρντ, ένας νέος Θεός με χειρουργικό
λεπίδι, ανοίγει το στέρνο μιας γυναίκας
για να πεταχτεί έξω η καρδιά της και να
εξετάσει τη λειτουργία της μιτροειδούς
βαλβίδας σε συνθήκες υποξίας. Για να
διερευνήσει τρόπους διατήρησης της
θερμοκρασίας του σώματος των στρατιωτών
σε πολικές καιρικές συνθήκες, καταψύχει
ζωντανούς δύο νέους άνδρες που ουρλιάζουν
απεγνωσμένα. Ειδικεύεται όμως στα
πειράματα ευγονικής. Εκτελεί ένα πείραμα
στείρωσης με έγχυση σκιαγραφικού υλικού
με καυστική ουσία στη μήτρα μιας γυναίκας
για να κολλήσουν οι σάλπιγγες. Νιώθει
ζάλη, ναυτία, ίλιγγο, σκοτοδίνη. Σωριάζεται
πάνω στο σφαδάζον πειραματόζωο. Θεία
δίκη;
“Ο σκοπός είναι υπεράνω των ηθικολογικών
μας μικροαντιλήψεων και της καχεκτικότητας
του πνεύματος που λιποψυχεί. Ο νους
πρέπει να υποταχθεί στην ιερή αποστολή
[...]. Η πειθαρχία, η βούληση για πειθαρχία,
η κατάφαση στην υπέρτατη ελευθερία
είναι η υψηλότερη αρετή. Να υψωθείς πάνω
από τον εαυτό σου, να δημιουργήσεις το
ακατάλυτο, την αθανασία, να εκτελέσεις
τη θυσία στους προγόνους σου με άτεγκτη
προσήλωση, ν’ αφουγκραστείς το αρχέγονο
χτυποκάρδι της ράτσας. Ν’ αντικρούσεις
τα ανελέητα, φαύλα, μικροπρεπή πάθη με
σφοδρότερα, υπερανθρώπινα πάθη, ν’
ανασκευάσεις τον ξεπεσμένο κόσμο, έναν
μεταβατικό κόσμο που βρομάει αποσύνθεση
και βούρκο, με τη φωτιά και το τσεκούρι
– να γίνεις Θεός.” (σελ. 45).
Αλήθεια, τα αποτελέσματα των πειραμάτων
σε υπανθρώπους έχουν ισχύ και στους
υπερανθρώπους;
Λίγο πριν το τέλος, στο δωμάτιο της
κλινικής όπου κείτεται ο Λέναρντ σε
κωματώδη κατάσταση, συνωστίζονται
αγκομαχώντας αποσκελετωμένες και
παραμορφωμένες ανθρώπινες φιγούρες.
Όσες καταφέρνουν να αρθρώσουν φωνή
αυτοσυστήνονται, όπως και ο Λέναρντ, με
ένα όνομα και έναν αριθμό. Θέλουν να του
πουν την ιστορία τους, να ξεδιπλώσουν
τις μνήμες τους, τα συναισθήματά τους,
να αποκτήσουν επιτέλους υπόσταση. Άλλες
συγχωρούν, άλλες αδυνατούν να συγχωρήσουν.
Είναι η τελευταία ευκαιρία του Λέναρντ.
“«Κύριε Μάισνερ, είμαι η Σάρα. Μ’
έσυραν στο Νταχάου τον Φλεβάρη του 1939
μ’ ένα στρατιωτικό φορτηγό [..] -εγώ ήμουν
τυχερή, έτσι μου είπαν οι γκεσταπίτες,
μπορούσα να πάρω μαζί μου τον μικρό μου
Άλμπερτ. [...] Εμφανιστήκατε εσείς, κύριε
Μάισνερ. [...] Πόσο αλλόκοτα ήρεμος
φαινόσασταν, κύριε Μάισνερ! Καλοχτενισμένος,
περιποιημένος, λες και θα πηγαίνατε σε
δεξίωση [...] «Καλωσορίσατε στο Νταχάου,
μη φοβάστε, βρίσκεστε στο ιατρικό τμήμα».
Όταν αντικρίσατε τον Άλμπερτ στην
αγκαλιά μου [...] χλωμιάσατε απότομα, το
ψεύτικο χαμόγελό σας ζάρωσε στα χείλη
σας [...] Στεκόμαστε ενώπιόν σας ξανά –
ήρθε η ώρα, η δική σας ώρα, κύριε Μάισνερ,
η ώρα της κρίσης, ν’ αποφασίσετε ξανά.
Έχετε μια τελευταία ευκαιρία.»” (σελ.
94-96).
“«Το όνομά μου είναι Μοσέ Μπρένμαν,
αρ. προσωρινής ταυτοποίησης Η165778 [...]
Στο Νταχάου με επιλέξατε για το πείραμά
σας [...] Ήμουνα μισότυφλος, μια αραιή
μεμβράνη σκέπαζε τα μάτια μου, κι έτσι
αποφασίασατε να μου τα ξεριζώσετε για
να διερευνήσετε “τις αιτίες του
εκφυλισμού του οπτικου νεύρου”. [...]
Απαιτούμε να μας ελευθερώσετε, κύριε
Μάισνερ, είναι δική σας τώρα η ευθύνη,
αποκλειστικά δική σας, έτσι το όρισε η
ανάγκη...»” (σελ. 98-100).
“«Είμαι η Μισέλ Γκολντστάιν, αρ.
προσωρινής ταυτοποίησης Κ122692, δεκάξι
χρονών. [...] Φτάσαμε στις κολασμένες
πύλες του Νταχάου τον Μάρτη του 1941. [...]
Είχατε εντολή να ειδικευτείτε στην
έρευνα της ευγονικής. Εγώ είχα καστανά
μάτια, μα –αλίμονο- κατάξανθα μαλλιά
και λευκό δέρμα. Πώς γινόταν αυτή η
τερατογένεση; Αυτό ήταν το ερώτημά σας.
Το εγχείρημά σας ήτανε ν’ αλλάξετε το
χρώμα των ματιών μας, να γίνουν γαλανά.
[...] Θα ήθελα να μπορούσα, θα ήθελα να
θέλω –πάντα σας άρεσαν οι δύσληπτες
κομπορρημοσύνες- να σας συγχωρέσω. Μα
η ψυχή μου είναι αγριεμένη, μάζεψε πίκρα
και μίσος, είμαι σφουγγάρι βουτηγμένο
στο φαρμάκι [...]. Θέλω να σας λυπηθώ, είστε
εξάλλου σε οικτρή, ελεεινή κατάσταση,
το βλέπω, αλλά δεν μπορώ. Αν αυτή είναι
η τιμωρία σας -να ζει το πνεύμα σας
έγκλειστο σ’ ένα τσακισμένο σαρκίο, σ’
ένα πορώδες κρανίο, σ’ ένα γλοιώδες
λείψανο, στους αιώνες των αιώνων-, τότε,
ακόμα και τότε, κύριε Μάισνερ, θα θεωρούσα
την τιμωρία σας αναντίστοιχη, δυσανάλογα
μικρή. [...] Κύριε Μάισνερ, αφήστε μας να
πεθάνουμε [...]. Ζητήστε συγχώρεση. [...]
Είναι το τελευταίο σας χρέος, το μοναδικό
χρέος που οφείλατε ποτέ να εκτελέσετε».”
(σελ. 102-105).
“«Είμαι ο Σλόμο Σκούπλιτς, Η543465· η
γριά Αλίνα είναι η χήρα μητέρα μου. [...]
Όταν άρχισαν οι φασαρίες, η Αλίνα δεν
καταλάβαινε τίποτα. [...] Με το ζόρι
κατάφερα να την πείσω, ακούγοντας τις
συμβουλές των φίλων μας, να κρυφτούμε
στο πατάρι. [...] Σάλεψε το μυαλό της
Αλίνας, κύριε Μάισνερ. [...] Εγώ κάθε λίγο
κοίταζα στο δρόμο απο μια μικρή τρύπα
που άνοιξα στον τοίχο με το σουγιά μου,
μήπως δω στρατιώτες να περιπολούν [...].
Την παράχωσαν ζωντανή [...]· τα μάτια της
ήταν ανοιχτά και κοίταζαν τον γαλάζιο
ουρανό, μέχρι που πλημμύρισαν χώμα. Η
Αλίνα χαμογέλασε μια στιγμή, συσπάστηκε
το στραβό, τσακισμένο της πιγούνι,
“πέντε-πέντε-δέκα, δέκα-δεκαπέντε...
φτού και βγαίνω”. [...] Δεν νιώθω μίσος
για εσάς, δόκτωρ Μάισνερ, είναι μάταιο
πια να σας μισώ. Ίσως δεν με πιστεύετε,
μα σας συμπονώ για την κατάστασή σας.
[...] Ζωντανός-νεκρός εσείς, ζωντανοί-νεκροί
εμείς, την ίδια κοινή μοίρα μοιραζόμαστε.
Η Αλίνα, που παραλογίστηκε, θέλει να σας
συγχωρήσει, μου ψιθυρίζει πως σας
συγχωρεί. Συγχωρεμένος, κύριε Μάισνερ.
Μονάχα σας καλώ -εκ μέρους χιλιάδων
ψυχών που θα καρτερούν να σας μιλήσουν
μέχρι την τελευταία σας πνοή, να σας
εκμυστηρευτούν τα συναισθήματά τους,
να σας εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους-
να τις απαλλάξετε από το άλγος. [...]»”
(σελ. 106-112).
Όμως δεν υπάρχει μετάνοια, δεν υπάρχει
κάθαρση. Δεν θεωρείται καν ότι υπάρχει
έγκλημα ή αμαρτία. Μόνο αυτό που
αποκαλείται ευθύνη, χρέος, καθήκον, σε
μια ιδιότυπη αντίληψη ηθικής, ανάλγητης,
άτεγκτης, διεστραμμένης.
«...Δεν ξεστράτισα, δεν δείλιασα, ό,τι
έκανα το έκανα για το δικό σας καλό, για
έναν άφθαρτο κόσμο, καθαρό, λαμπερό –
είμαι ενάρετος, συνέτριψα το μικρόβιο
της μικροαστικής σας ηθικολογίας, το
τυραννικό ιερατείο της υποκρισίας.
Ωστόσο εσείς απαιτείτε τη μετάνοιά μου,
για να λυτρωθείτε, όχι για να λυτρωθώ;
Υποκριτές! [...] Φύγετε, εξαφανιστείτε,
μη με πλησιάζετε, δεν μπορώ να οσμίζομαι
άλλο τη λιπαρή σας μπόχα... Κοντόφθαλμοι
δούλοι, ρυπαρές μαριονέτες – μωρόπιστοι,
η ψυχή σας πεθανε, πώς δεν το βλέπετε;
[...] Συνεχίστε την κάθοδό σας, η ιστορία
έχει διαγράψει για εσάς μονάχα τον δρόμο
του αφανισμού, εμένα αφήστε με ήσυχο.
Δεν έχετε φτερά να πετάξετε, γι αυτό
φοβάστε την άβυσσο.»”
(σελ. 112-113).
Στο δωμάτιο μπαίνουν οι γιατροί σκεφτικοί
και ειδοποιούν τη μητέρα πως ήρθε η ώρα.
Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή από το
κώμα. Ο Λέναρντ αντιστέκεται βουβά,
φοβάται να πεθάνει. Συνομιλεί ήδη με
τους νεκρούς, η ψυχή του έχει παγώσει,
μα φοβάται να κατεβεί στην ερημιά του
τάφου. Οι γιατροί πλησιάζουν στο κρεβάτι
του, έτοιμοι για την τελική κίνηση. Του
αποδίδουν τα εύσημα. Όλα είναι θέμα
οπτικής.
“«Ήταν σπουδαίος επιστήμων ο δόκτωρ
Μάισνερ, μάθαμε πολλά από αυτόν. Έντιμος,
μα πάνω απ’ όλα δοσμένος στην αποστολή
του, ψυχή τε και σώματι. Η πατρίδα του
οφείλει πολλά. Κρίμα, κρίμα που τέτοιοι
άνθρωποι πεθαίνουν τόσο νωρίς. Ήταν
τόσο ευτυχισμένος τον τελευταίο καιρό,
μας είχε εκμυστηρευτεί πως ήταν πολύ
κοντά στην ολοκλήρωση του πειράματος
– είχε αποκωδικοποιήσει τον μηχανισμό
του χρώματος, βρισκόταν στον πρόσθιο
θάλαμο, μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα
και της ίριδας. Η δουλειά του ήταν μια
σωστή καλλιτεχνία, άψογη. Να γινόταν
ένα θαύμα, έστω και τώρα... Θα κέρδιζε
λίγο από τον χαμένο χρόνο».”
(σελ. 117).
Ο Λέναρντ ακούει και ανατριχιάζει. Ναι,
θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο,
θέλει να ξανάρθει, είναι αποφασισμένος,
είναι πεπεισμένος πως θα ξανάρθει. Ο
ίδιος άνθρωπος ή ένας άλλος. Και θα
ξανακάνει τα ίδια που έκανε. Και θα
συνεχίσει ό,τι έκανε μέχρι να γίνει ο
κόσμος καλύτερος, μέχρι να αναπλάσει
το χαμένο όραμα της ζωής. Δεν υπάρχει
λύτρωση από τις μνήμες της ζωής, δεν
υπάρχει έλεος στον πόνο ούτε στις πύλες
του θανάτου. Ένα κουβάρι από αναμνήσεις
αγάπης και παραληρήματα μίσους κατρακυλά
στα σκαλιά του Άδη. Απειλεί για ατέρμονο
κυνήγι ψυχών, αέναα εγκιβωτισμένο στην
αιωνιότητα.
“Αυτή είναι η βούλησή μου, να ξανάρθω,
κι ας μην ονομάζομαι Λέναρντ Μάισνερ,
άλλου ανθρώπου ας έχω το πρόσωπο – θα
ήθελα να ζούσα δυο και τρεις φορές ακόμα.
Και πάλι τα ίδια θα έκανα [...]. Θέλω να
βυθιστώ στα Τάρταρα μαζί σας, ασπόνδυλα
σκαθάρια, ακρωτηριασμένα πνεύματα.
[...] Θα είμαι μαζί σας, αιώνιος τιμωρός,
δεν έχει κρυψώνα για εσάς, δεν θα σας
αφήσω να βρείτε καταφύγιο ούτε στις πιο
υγρές σπηλιές του κακοτράχαλου Άδη.”
(σελ. 117-119).
Οι γιατροί αφαιρούν
τη μάσκα οξυγόνου, αποσυνδέουν τον ορό.
Οι σκέψεις του Λέναρντ ταξιδεύουν στα
δάση με τα θεόρατα έλατα, αντικρίζουν
τα ζαφειρένια μάτια της Άννας που
χάνονται στο χρόνο. Υπόσχεται απειλητικά
να ξανάρθει. Θα παραμείνει αιώνια σε
κώμα, θέλει να παραμείνει αιώνια
σε κώμα.
“Το Κώμα”, εν είδει
λογοτεχνικής πραγματείας, προβαίνει
στην ανατομία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης,
από τη γέννηση της ψυχής και την αθώα
παιδικότητα μέχρι την αλλοτρίωση, το
θάνατο, την αιωνιότητα. Το παρελθόν
είναι η πυξίδα που οδηγεί το ζοφερό
ταξίδι στο παρόν και στο μέλλον,
μεταξύ ονείρου, εφιάλτη και πραγματικότητας,
μέσα σε έναν συνεχή μετεωρισμό, μια
εγγενή τραγικότητα. Η ανθρώπινη
ψυχοσύνθεση είναι εμπρόθετα δοσμένη
με δυσεξήγητες παραδοξότητες.
Ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι διφυής,
περίπλοκος, αντιφατικός. Ο Λέναρντ των
παιδικών χρόνων λυπάται τα ζώα, χαίρεται
τη φύση, στενοχωριέται με το θάνατο των
ασθενών του πατέρα του και καταλήγει
ένας ανάλγητος βασανιστής, αμετανόητος
ακόμη και στην ύστατη ευκαιρία. Η
ανθρώπινη συνείδηση σε αιώνιο, αμετάκλητο
κώμα. Ο τραγικός πατέρας του Λέναρντ
που σπρώχνει την αδελφή του στο πηγάδι
χωρίς να ξέρει το γιατί, η Αλέζε που
λιώνει τα σκουλήκια με τα ξυλοπάπουτσά
της απλώς επειδή τα σιχαίνεται, η βλοσυρή
δασκάλα που εξευτελίζει τον Λέναρντ με
ταπεινωτική τιμωρία στο όνομα της
εκπαίδευσης και της πειθαρχίας, ο
μισοκοιμισμένος ιερέας τα Χριστούγεννα
που τρομάζει τον μικρό Λέναρντ με τις
διηγήσεις του για τον Εωσφόρο, το τσίρκο
της οδύνης που βασανίζει ζώα και ανθρώπους
για να αποσπάσει τα χαχανητά του
αγριεμένου πλήθους,
καθετί μνημονικό, εφιαλτικό ή ονειρώδες,
χαράζουν στον αφηγηματικό χάρτη την
πορεία για την τραγική κορύφωση.
Διάχυτη η αίσθηση του εγκλωβισμού,
βρίσκεται ακόμη και στις πιο μικρές
λεπτομέρειες, από το κρεβάτι της κλινικής
ως τα απέραντα δάση του Μάρμπουργκ. Η
ανθρώπινη συνείδηση εγκλωβισμένη σε
μια γούβα, σε έναν ιστό, σε μια φιδότρυπα.
Ο εγκλεισμός ή αυτοεγκλεισμός των
χαρακτήρων κάποτε ενισχύει τις άμυνές
τους, τους λυτρώνει και επιτρέπει την
περαιτέρω πορεία τους. Ο πατέρας προσπαθεί
απεγνωσμένα να σώσει τη ζωή των ασθενών
του. Η γιαγιά Αϊρήν είναι σίγουρη πως ο
παππούς θα γυρίσει από το μέτωπο. Κάποιες
βασανισμένες ψυχές βρίσκουν τη δύναμη
να συγχωρέσουν τον βασανιζόμενο βασανιστή
τους. Άλλοτε πάλι σφίγγει γερά τα θύματά
του που πνίγονται, ασφυκτιούν. Η Άννα
δεν μπορεί να δεχτεί τη σκληρότητα των
ανθρώπων, δεν θέλει να αποδεχτεί τη
διάλυση του τρυφερού ονείρου μιας
ευτυχισμένης οικογένειας. Η μητέρα
στέκεται τραγικός θεατής στην πορεία
του παιδιού της προς την αλλοτρίωση,
προς το θάνατο. Η Μισέλ θέλει, αλλά δεν
μπορεί να συγχωρήσει τον Λέναρντ, ακόμη
και στην ελεεινή, κωματώδη του κατάσταση.
Η νουβέλα
υποδεικνύει
σιωπηρά τις ρίζες του κακού, διερευνώντας
το παράδοξο της ανθρώπινης φύσης στην
ιστορική διαχρονία. Θέτει
βασανιστικά ερωτήματα χωρίς διδακτισμό,
χωρίς ρητορεία, χωρίς υψηλούς τόνους.
Δεν
υπάρχει μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα
αν το κακό είναι στη φύση του ανθρώπου
ή αν είναι επίκτητο, αν διαχωρίζονται
οι άνθρωποι σε αγγέλους και δαίμονες.
Υπάρχει μόνο η ανθρώπινη εμπειρία -η
αιματοβαμμένη ανθρώπινη ιστορία. Η
αφηγηματική φωνή διεισδύει στις
διαφορετικές οπτικές των χαρακτήρων
και διερευνά τις αιτίες που οδήγησαν
σ’ αυτές. Πώς είναι δυνατόν ο Λέναρντ
που πονά, φοβάται, νοσταλγεί, υποφέρει,
ερωτεύεται, να γίνει ο ανάλγητος
βασανιστής των Ναζί; Τι είναι εκείνο
που τον κάνει να πιστεύει ότι έχει την
υπερανθρώπινη ιδιότητα να μπορεί να
πειραματίζεται με την ανθρώπινη ζωή
-τους ιστούς, το αίμα, τα όργανα που τη
συντηρούν- στο όνομα της διάσωσης, της
βελτίωσης, της διαιώνισης; Γιατί ο
Λέναρντ αισθάνεται αρχάγγελος τιμωρός
απέναντι σε όσους θεωρεί “φτωχοδιάβολους”;
Πώς διολισθαίνει ο άνθρωπος σε κώμα;
“Το Κώμα” δεν τελειώνει στην τελευταία
σελίδα. Το κώμα δεν έχει τέλος, είναι
μια απειλή στο διηνεκές. Κι η απειλή
σφηνώνεται το μυαλό του αναγνώστη.
Είναι τρομακτική η ομοιότητα της
ιδεολογίας που τόσο απόλυτα ενστερνίστηκε
ο Λέναρντ με σημερινά κηρύγματα φανατικών
του έθνους ή της θρησκείας.
Πηνελόπη Στράτη